πιτυρίδα

πιτυρίδα
και πιτερίδα και πιτυρήθρα, η, Ν
ιατρ. λέπια από το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής, άφθονα σε περιπτώσεις πιτυριάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτυρίδα < αρχ. πιτυρίς < πίτυρον. Ο τ. πιτερίδα < πίτερο < αρχ. πίτυρον. Ο τ. πιτυρήθρα < πίτυρον + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. δακτυλ-ήθρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιτυρίδα — πιτυρίδα, η και πιτυρήθρα, η εκλεπίσματα του δέρματος από την πιτυρίαση: Για την πιτυρίδα υπάρχουν αρκετά φάρμακα σήμερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέπι — το (AM λέπιον, Μ και λέπιο) μικρό πετάλιο επιδερμίδας αποτελούμενο από συνεχόμενα κύτταρα κεράτινης στιβάδας το οποίο αποπίπτει σε διάφορες καταστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο παθολογικές, όπως είναι οι υπερκερατώσεις ή η πιτυρίδα νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • νίτρωμα — νίτρωμα, τὸ (Α) [νιτρώ] 1. στακτή κονία, αλισίβα («χαλέρυπον τὸ ῥύμμα τὸ ἀπὸ τοῡ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι», Ησύχ.) 2. πιτυρίδα …   Dictionary of Greek

  • πιτυρούμαι — όομαι, Α [πίτυρον] πάσχω από πιτυρίαση, έχω πίτυρίδα …   Dictionary of Greek

  • ψαχνίδα — η, Ν πιτυρίδα …   Dictionary of Greek

  • κερατολυτικά — Φάρμακα που προκαλούν απολέπιση και μαλάκωμα του εξωτερικού στρώματος του δέρματος. Χρησιμοποιούνται για θεραπεία διαταραχών του δέρματος και του κρανίου, όπως ακροχορδώνες και πιτυρίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”